προσσίτια

προσσίτια
προσσίτια
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτιδόρπιος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο 2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα… …   Dictionary of Greek

  • προσσίτιος — ον, Α 1. αυτός που είναι κατάλληλος για τροφή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσσίτια (κατά τον Ησύχ.) όσα προσφέρονται ως τροφή, εδέσματα, ποτιδόρπια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σῖτος + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”